- λεωφόρων
- λαοφόροςbearing peoplemasc/fem/neut gen plλεωφόροςbearing peoplemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δουβλίνο — (ιρλ. Baila Atha Cliath, αγγλ. Dublin). Πόλη (495.101κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της ομώνυμης κομητείας (921 τ. χλμ., 1.122.600 κάτ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Λίφεϊ στην Ιρλανδική θάλασσα. Η πόλη είναι… … Dictionary of Greek
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
κουκουναριά — Δέντρο της οικογένειας των πευκιδών, της κλάσης των γυμνοσπέρμων. Η επιστημονική ονομασία της είναι Pinus pinea. Η κ. έχει ευθυτενή, συχνά κυματοειδή, κορμό, ύψους 12 25 μ.· η κόμη της είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και ομπρελοειδής σε μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Δελχί — (ινδικά Dilli).Πόλη (9.817.439 κάτ. το 2001) της βόρειας Ινδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (1.483 τ. χλμ., 13.782.976 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γιαμούνα (Τζούμνα), ενός από τους μεγαλύτερους… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης, Σταμάτιος — (Βελβεντός Μακεδονίας 1802 – Αθήνα 1862). Αρχιτέκτονας. Θεωρείται εκπρόσωπος της περιόδου του νεοκλασικισμού. Σε νεαρή ηλικία πολέμησε στο Δραγατσάνι και αιχμαλωτίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του πήγε στο Βερολίνο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Το … Dictionary of Greek
Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού … Dictionary of Greek
Μπουένος Άιρες — (Βuenos Αires). Πόλη (13.818.677 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αργεντινής. Ιδρύθηκε το 1536 από τον κονκισταδόρ Πέδρο δε Μεντόσα και καταστράφηκε αμέσως μετά από τους Ινδιάνους. Τα ζώα που είχε φέρει ο Μεντόσα, αφού γύρισαν στην άγρια… … Dictionary of Greek
Ουάσινγκτον — I (Washington). Πόλη (617000 κάτ. αλλά περισσότεροι από 3 700 000 στο πολεοδομικό συγκρότημα), πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται στο Διαμέρισμα Κολούμπια, ένα μικρό ομοσπονδιακό έδαφος (174 τ. χλμ.), στη συμβολή του Ανακόστια με τον… … Dictionary of Greek